σταβέντο

σταβέντο
και σταβέτο και σοτοβέντο Ν
επίρρ. ναυτ.
1. υπήνεμα, απάνεμα
2. φρ. α) «σταβέντο λιμάνι» — υπήνεμο λιμάνι
β) «από σταβέντο μεριά» — από την πλευρά τού πλοίου που δεν παρουσιάζει μέτωπο προς τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sotto-vento (βλ. και λ. σότ[τ]ο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer …   Deutsch Wikipedia

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • σοβράνος — α, ο, ουδ. και σοφράν Ν 1. αυτός που παρουσιάζει μέτωπο προς άνεμο προσήνεμος 2. (η αιτ. ουδ. ως επίρρ.) σοβράνο προς τη μεριά τού ανέμου, σε αντιδιαστολή με το σταβέντο 3. φρ. α) «παίρνω τα σοβράνα» πηγαίνω προς τη μεριά που πνέει ο άνεμος β)… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… …   Dictionary of Greek

  • υπήνεμος, -η — ο προφυλαγμένος από τον άνεμο, απάνεμος, απάγκιος, σταβέντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”